- ρωποπώλης
- ο / ῥωποπώλης, ΝΑπωλητής μικρών και ευτελών πραγμάτων, ψιλικατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά» + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥωποπώλης — dealer in petty wares masc nom sg ῥωποπωλέω deal in small wares imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωποπῶλαι — ῥωποπώλης dealer in petty wares masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωποπώλαις — ῥωποπώλης dealer in petty wares masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωποπώλῃ — ῥωποπώλης dealer in petty wares masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωποπώλας — ῥωποπώλᾱς , ῥωποπώλης dealer in petty wares masc acc pl ῥωποπώλᾱς , ῥωποπώλης dealer in petty wares masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
щитопродавец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ῥωποπώλης) торговец щитами. … … Словарь церковнославянского языка
ρωποπωλείο — το / ῥωποπωλεῑον, ΝΜΑ και ῥωποπώλιον, Α [ῥωποπώλης] το κατάστημα τού ρωποπώλη, ψιλικατζήδικο … Dictionary of Greek
ρωποπωλώ — έω, Α [ῥωποπώλης] είμαι πωλητής μικρών και ευτελών αντικειμένων, είμαι ψιλικατζής … Dictionary of Greek